- τουρνέρα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια τουρνερίδες τής τάξης παριετώδη και περιλαμβάνει 60 περίπου είδη ποωδών και μικρών θαμνωδών φυτών που είναι ιθαγενή τής τροπικής Αμερικής και τής Αφρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turnera, από το όν. τού Άγγλου φυσικού και βοτανολόγου W. Turner].
Dictionary of Greek. 2013.